- Σφαίρῳ
- Σφαῖροςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαιρώ — όω, ΜΑ [σφαῖρα] 1. κάνω κάτι σφαιρικό, σφαιροειδές («σφαιροῡν πάπυρον», Αλέξ. Αφρ.) 2. παθ. σφαιροῦμαι, όομαι α) (για την ψυχή) παίρνω τη μορφή σφαίρας β) (για όπλο, ιδίως ακόντιο που φέρει στο άκρο του σφαιρίδιο αντί για αιχμή) καλύπτομαι στο… … Dictionary of Greek
σφαιρῶ — σφαιρόω make into a globule pres subj act 1st sg σφαιρόω make into a globule pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρῳ — σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφαίρωι — Σφαίρῳ , Σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρωι — σφαίρῳ , σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενσφαιρώ — ἐνσφαιρῶ, όω (Α) [σφαιρώ] απλώνω ολόγυρα … Dictionary of Greek
περισφαιρώ — όω, Α [σφαιρώ] κάνω κάτι σφαιροειδές … Dictionary of Greek
συσφαιρώ — όω, Μ κάνω κάτι σφαιρικό, στρογγυλεύω κάτι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφαιρῶ «δίνω σε κάτι το σχήμα τής σφαίρας» (< σφαῖρα)] … Dictionary of Greek
σφαίρωμα — τὸ, ΝΜΑ [σφαιρῶ] 1. καθετί το σφαιρικό 2. το σφαιροειδές αντίρροπο βάρος τού ρωμαϊκού στατήρα νεοελλ. 1. το στρογγυλοποιημένο άκρο σφαιροειδούς λαβής, όπως λ.χ. ξίφους ή ρόπτρου 2. βιολ. α) κάθε κυτταρικό έγκλειστο που παράγει σφαιρίδια ελαίου ή… … Dictionary of Greek
σφαίρωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σφαιρώ] η διαμόρφωση τού κόσμου σε σφαίρα αρχ. στρογγυλοποίηση … Dictionary of Greek